- πετροπομπός
- όν, Μ1. (για πολεμική μηχανή) αυτός που ρίχνει, που εκσφενδονίζει πέτρες («πετροπομποὺς ἀφέσεις»)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πετροπομπόςπολεμική μηχανή που ρίχνει πέτρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -πομπός (< πέμπω), πρβλ. ψυχο-πομπός].
Dictionary of Greek. 2013.